- προσβακχεύω
- Α1. εμβάλλω βακχική μανία σε κάποιον («τὸν οἶστρον προσβακχεύσας ταῑς γυναιξί», Φιλόστρ.)2. (για τη βακχική μανία) επέρχομαι, καταλαμβάνω κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + βακχεύω (< Βάκχος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσβακχεύσας — προσβακχεύσᾱς , προσβακχεύω send Bacchic rage upon aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)